γενιτσαραῖος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενιτσαραῖος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γενιτσαραῖος ὁ, ἀμάρτ. γεγιτσαραῖος Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ πληθ. γενιτσαραῖοι τοῦ οὐσ. γενίτσαρος.
Σημασιολογία
Γενίτσαρος, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Κ’ ἕνας ἀπ’ τοὺς γεγίτσαρους, μικρὸς γεγιτσαραῖος ἀμέτρητα τὰ ἔβγαλε κιˬ ἀψήφητα τὰ δίνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA