ἀναμολάδωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμολάδωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναμολάδωμα τό, ἀναμιλάωμα κάρπ. ἀνεμιλάωμα Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀναμολαδώνω.

Σημασιολογία

1) Παροχὴ ἐλευθερίας εἴς τινα, ἄφεσις, ἀπόλυσις, ἐπὶ ζῴων, μελισσῶν, μαθητῶν σχολείου κττ. 2) ᾿Αναβλάστησις, ἐπὶ δένδρων καὶ σπαρτῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/