ἀφυσικόλογο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφυσικόλογο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφυσικόλογο τό, ἀμάρτ. ἀφυσ’κόλογο Ἤπ. (Πρέβ.) Λευκ. ἀφυσ’κόλουγου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀφυσ’κολό’ Λευκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφύσικος καὶ τοῦ οὐσ. λόγος.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ., λόγοι αἰσχροί, ἀπρεπεῖς ἔνθ’ ἀν.: Τί ἀφυσ’κόλογα εἶν’ αὐτὰ ποῦ λές! Πρέβ. Συνών. ἀφυσικιˬά 2α, κακόλογο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA