γενιτσαρόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενιτσαρόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γενιτσαρόπουλο τό, ἀμάρτ. γιˬανιτσαρόπουλο Π.Ἀραβαντ., Συλλ. δημ. ᾀσμ., 252 γιˬα’τσαρόπ’λου Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενίτσαρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -πουλο, περὶ ἧς ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1,636 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ μικρὸς γενίτσαρος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ’Σ τὴν πόρτα τοῦ Σαλονικιˬοῦ | κάθετ’ ἕνας γιˬανίτσαρος ἔνα γιˬανιτσαρόπουλο Π.Ἀραβαντ., ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA