γέννα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέννα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γέννα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Οἰν.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) γέν-να Κύπρ. Κῶς (Πυλ.) Λειψ. Μεγίστ. Νίσυρ. Πάτμ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος (Ὄλυμπ.) έν-να Κάλυμν. γένdα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μποβ. Χωρίο Ροχούδ.) δέν-να Χάλκ. ’έννα Νάξ. (Ἀπύρανθ.), ’έν-να Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. γέννα τά, σύνηθ. καὶ Τσάκων. (Πράστ.) γέν-να Κύπρ. Μεγίστ. ’έν-να Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 76.

Σημασιολογία

1) Ἡ γέννησις, ὁ τοκετὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.): Ὑπόφερε-ἔπαθε-πέθανε ἡ γυναῖκα ’ς τὴ γέννα κοιν. Ἦρθε ἡ ὥρα τσῆ γέννας Ζάκ. Κιdυνεύει ’ς τὴ γέννα Ἤπ. (Χιμάρ.) Περιμένει γέννα Ἄνδρ. Ἐψὲ εἴχαμε γέννα καὶ ξαγρυπνίσαμε Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤται πρώτ’ γέννα κ’ ὑπόφιρι Σκόπ. Κάθι γέννα κὶ παλληκάρ’ αὐτόθ. Ἔκαμε καλή-κακὴ γέννα Κεφαλλ. Ἄσκημηγ γέν-ναγ κάμνει (εἶναι δύστοκος) Σύμ. Ἡ γυναῖκα ἐκείνεν καλὸν γένναν ἔχ’ Κερασ. Ἀπόθανεν ἡ μάννα τση ’ς τὴ γέννα Κρήτ. Ἐπενάτε ὰ γέννα (ἀπέθανε κατὰ τὸν τοκετὸν) Πραστ. Ἔν’ ἔχα μποιτὲ δύ’ γέννε ἀπὸ δύου (ἔχει κάμει δύο τοκετούς καὶ εἰς ἕκαστον ἔτεκε δύο τέκνα) αὐτόθ. Πά’ ’ς τὰ γέννα παθῆτ’ (ἐπάνω, κατὰ τὸν τοκετὸν ἔπαθε) Χαβουτσ. Χερότεροι πόνοι ἐπέρασα ’ς τσὶ ’bηbάωσες παρὰ ’ς τσί ’έννες (’bηbάωσες=ἀποβολαί, ἐκτρώσεις) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀφοῦ εἶχες καλὴ μαμμή, γιˬατὶ πῆρες καὶ γιˬατρὸ ’ς τὴ γέννα σου; Ἰων. (Σμύρν.) Τοῦ γιδιˬῶνε ἡ γέννα ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Δεκέβρη Πελοπν. (Γέρμ.) Πόσες γέννες ἔχει κάμει ἡ γίδα-ἡ προβατῖνα Πελοπν. (Τριφυλ.) Πέσανε τὰ ντζὰ ’ς τὴ γέν-να (τὰ ζῷα ἤρχισαν νὰ γεννοῦν) Πάτμ. Τῶν ἤωκεν ἡ ’έν-να (ἤωκεν=ἤδωκεν· ἤρχισαν νὰ γεννοῦν) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ἕντικα γέις εἶχι κάμει ἡ προβατῖνα καὶ τὶς πιˬὸ πολλὲς εἶχι κάμει διπλάρικα Εὔβ. (Στρόπον.) Τ-τριῶδ δεν-νῶ ζῶ (ζῷον τὸ ὁποῖον ἔχει γεννήσει τρεῖς φορὰς) Χάλκ. Αἶγα ἐννιˬὰ γεννῶ Κρήτ. Τισσάω γιννῶ Σαμοθρ. Ἡ κατσίκα εἶναι dῆς έν-νας (πρόκειται νὰ γεννήσῃ) Κάλυμν. Ἡ γίδα ἡ βαρυμασταριˬασμένη ἀπὸ τὴ bρώτη της γέννα Πελοπ. (Βερεστ.) Πρώιμη γέν-να Λειψ. Ἔχομε γέννα φούγα (πολλὰ αἰγοπρόβατα γεννοῦν τὴν ἰδίαν ἡμέραν) Πελοπν. (Πλάτσ.) || Φρ. Εἶι δυˬοῦτροῦ γιννοῦ (εἶναι δύο-τριῶν γεννῶν, ἐπί νεάνιδος ἐπιληψίμου διαγωγῆς) Εὔβ. (Στρόπον.) Νὰ ἰδῇς καλὴ γέννα (εὐχὴ εἰς ἔγκυον) Λευκ. Συνών. φρ.: νὰ ἔχῃς-νὰ ἰδῇς καλὴ λευτεριˬά. Καλὸ γέννα (εὐχὴ πρὸς ποίμνιον) Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) Ἡ γέννα τοῦ φεγγαριˬοῦ (ἡ νέα σελήνη) Λεξ. Βλαστ. 364. Δημητρ. Πβ. Δουκ. ἐν λ. γέννη: «ὁ γοῦν φοῖνιξ τὸ δένδρον καθ’ ἑκάστην πρόοδον σελήνης, ἥν τινες γένναν καλοῦσιν, ἐκ τῆς ἑαυτοῦ καρδίας κλάδους ἀναδίδωσιν». Συνών. φρ. τοῦ φεγγαρκοῦ τὸ γέν-νημαν || Παροιμ. Χειμωνιˬάτικη γέννα, καλοκαιριˬοῦ χαρὰ (ὅταν τὰ ζῷα γεννήσουν κατὰ τὸν χειμῶνα, τὸ κέρδος ἐξ αὐτῶν κατὰ τὸ καλοκαίρι θὰ εἶναι μεγάλον) Μῆλ. Φιλε͜ιέσαι, κόρη, χαίρεσαι, ’ς τὴ γέννα σου σὲ βλέπω (ἐπὶ τοῦ μὴ ὑπολογίζοντος τὰς δυσαρέστους συνεπείας μιᾶς πράξεώς του) Ἰ.Βενιζέλ., Παροιμ.2, 332, 27. ‖ Γνωμ. Καλὴ βαδκε͜ιὰ τὸν Ἄουστον τσαὶ γέν-να τὸν Γεν-νάρην (βαδκε͜ιὰ=βατε͜ιά, ὀχεία· ἐπὶ τοῦ γινομένου κατὰ τὸν ἁρμόζοντα χρόνον) Κύπρ. Καλὴ λασιˬὰ τὸν Αὔγουστο, καλὴ γέννα τὸ Γενάρη (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Μῆλ. ‖ ᾌσμ. Γενάρη γέννα τοῦ Χριστοῦ, πρώτη γιˬορτὴ τοῦ χρόνου Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Τὸ ᾆσμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Τῆς Παναγιˬᾶς τὸν Αὔγουστο, ’ς τὴγ γέν-ναν dοῦ Σωτῆρος καὶ τὴλ Λαμbρὴν dὴγ Κεργακὴν -νὰ π-έσω νὰ πεθάνω Νίσυρ. Πβ. καὶ Ἰδιόμελον ἐνάτης ὥρας τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων «Προσκυνοῦμέν σου τὴν γένναν Χριστέ». Συνών. γέννημα 1, γέννηση, γεννησιˬά, γεννήσιˬο, γεννητικός 2, γεννητιˬό, γεννησούρι, γεννητούρι, γεννιˬά, λευτεριˬά. β)Ὁ ἐπὶ τῶν κεράτων τῶν αἰγοπροβάτων σχηματιζόμενος κατ’ ἔτος δακτύλιος ἀντιστοιχῶν πρὸς ἓν ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ ζῴου καὶ ἑπομένως καὶ πρὸς μίαν γέννησιν Σαμοθρ. 2) Κατὰ πληθ. ἀριθμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γέννα τά, ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σχηματισμὸς ἴσως κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ τύπ. Φῶτα τά, μεθ’ οὗ συνεκφέρεται σύνηθ.: Ἐκόντευεν τὸ Πάσκαν τῶγ Γεν-νῶν (ἐπλησίαζεν ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων) Κύπρ. Μεγάλες γιˬορτάδες εἶναι καὶ τὰ Γέννα καὶ τὰ Φῶτα Κ.Μαρίν., Χωριάτ. Πασκαλ., Ν.Ἑστ. 5 (1931), 831 ‖ Φρ. Τρεῖς τὰ Γέννα, τρεῖς τὰ Φῶτα κ’ ἓξι τὸ Μεγάλο Πάσκα (αἱ ἡμέραι ἑορτῆς καὶ ἀργίας κατὰ τὰς μεγάλας δεσποτικὰς ἑορτὰς εἶναι τρεῖς κατὰ τὰ Χριστούγεννα, τρεῖς κατὰ τὰ Θεοφάνεια καὶ ἕξ κατὰ τὸ Πάσχα, δηλ ἀπὸ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἕως τῆς Τρίτης τῆς Διακαινησίμου) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ φρ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. ‖ Γνωμ. Χαρὰ ’ς τὰ Γέννα τὰ στεγνά, τὰ Φῶτα χιονισμένα καὶ τὴ Λαμπρὴ βρεχούμενη, τ’ ἀμπάριˬα γιˬομισμένα (ὡς σημεῖον εὐφορίας τῶν ἀγρῶν εἶναι ὁ μὴ βροχερὸς καιρὸς κατὰ τὰ Χριστούγεννα, ἡ πτῶσις χιόνος κατὰ τὰ Θεοφάνεια καὶ αἱ βροχοπτώσεις κατὰ τὸ Πάσχα) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ. Σὰν εἶν’ τὰ ’έν-να φωτεινά, εἶν’ τὰ Φῶτα σκοτεινά, σὰν εἶν’ τά ’έν-να σκοτεινά, εἶν’ τὰ Φῶτα φωτεινὰ (μετεωρολογικὴ παρατήρησις διὰ τὴν κατάστασιν τοῦ καιροῦ κατὰ τὸ Δωδεκαήμερον τῶν Χριστουγέννων) Κάρπ. || ᾌσμ. Ταὶ κάμε πίτ-τες τῶν Γεν-νῶγ κουλ-λούρκα τῆς ἀγάπης ταὶ βάρ’τα ’ς τὰ πανέρκα σου ταὶ πέψε τα νὰ πᾶσιν Κύπρ. Τὰ Γέν-να γιˬὰ τὴγ γέν-νηση, τὰ Φῶτα γιˬὰ τόδ δρόσο ταὶ τὴν Ἁγίαν Τυριˬατὴν γιˬὰ τὸγ καλὸν τὸν λόον αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Μαχαιρᾷ (ἔκδ. R. Dawkins) 1, 40 «καὶ ἐστέφθην ὁ ἀνιψιός του τὴν ἡμέραν τῶν Γεννῶν». 3)Ἡ ἐξωτερικὴ ὄψις τῶν γεννητικῶν ὀργάνων τοῦ θήλεος ζῴου Εὔβ. (Βρύσ. Στρόπον.) Ἤπ. (Δωδών. Καταρρ. Κουκούλ. Μαργαρίτ. Πάπιγκ.) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Ἴμβρ. Λευκ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σιάτιστ.) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Κίτ. Κλειτορ. Μάν. Μεσσ. Πιάν. Τριφύλ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Δεσφ.): Εἶναι σὰν πρησμένη ἡ γέννα τῆς γίδας Βρύσ. Ἡ γίδα ἔ’ τσ’μπούριˬα ’ς τὴ γέννα Πάπιγκ. ᾿Εφούσκωσ’ ἡ γέννα τ’ς γίδας, θὰ γεννήσ’ Λευκ. Ὅγο͜ιες προβατῖνες εἶναι νὰ μαρκαληθοῦν τὶς κουρεύουμε τροΰρω ’ς τὴ γέννα Κλειτορ. Κρέμασ’ ἡ γέννα τ’ς γ’ρούνας Ἀχυρ. Ἔναι φουσκωμένη ἡ γέννα τῆ γιδὸς καὶ θὰ πηιδιέται (θὰ εὑρίσκεται εἰς ὀργασμὸν) Κίτ. Τρίβομε καλὰ τὸ μικρὸ ’ς τ’ γέννα της γιˬὰ νὰ πάρ’ μυρωδιˬὰ ἀπὸ τὸ σῶμα της τσαὶ νὰ τὸ δεχτῇ πλιˬὰ γιˬὰ παιδί της ἡ γίδα ἢ ἡ προβατῖνα Σκῦρ. Οὑ σπόρους μ’σουμουνου’σμένουν τραγιˬῶν φκε͜ιά ’ πουρὶ ’ς τὴ γέννα τῆς γίδας Αἰτωλ. Ἅμα τὰ φτύσ’ ἡ μυῖγα τὰ γίδια ’ς τὴ γέννα, προυχουρᾶν σ’κλήκια στιρνότιρα (τὰ φτύσ’=γεννήσῃ ἀβγὰ) Καταρρ. Ψόφ’σι μιˬὰ πρατῖνα ’ς τοῦ γρέ’. Ἔγιι ’ς τ’ γέννα τ’ς γύρα γύρα μιˬὰ καντήλα μαύρ’ Βαθυρρ. β)Τὸ αἰδοῖον τῆς γυναικὸς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γ)Ἡ μήτρα τῆς γυναικὸς Μακεδ. (Καταφύγ. Σιάτιστ.) Στερελλ. (Ἀκαρν. Ἀχυρ.): Βγαί’ ἡ γέννα τ’ς ’ναίκας μ’ κὶ θὰ ντ’ν πάου ’ς τοὺ γιˬατρὸ Ἀχυρ. δ)Ἡ ᾠοθήκη τῶν ὀρνίθων Πελοπν. (Ἀρκαδ.)-Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Δημητρ.: Ἡ γέννα τῆς κόττας Λεξ. Δημητρ. 4)Ἡ γεννῶσα, ἡ μήτηρ Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Φρ. Κακῆς γέν-νας γέν-νημα Ρόδ. Νὰ πάρ’ ὁ διˬάβολος τὴγ γέν-να ποὺ σ’ ἐγέν-να αὐτόθ. Τοῦ πῆρ’ οὑ διˬάουλους τ’ γέννα γιˬὰ π’δὶ Αἰτωλ. 5)Τὸ γέννημα, τὸ γεννηθὲν τέκνον πολλαχ.: Ἤρχανε οἱ γέννες μου (ἦλθον τὰ τέκνα μου) Κίμωλ. Μᾶς ἐσκότισε κιˬ αὐτὴ μέ τσὶ κακὲς τση γέννες Θήρ. Ἔκαμες κ’ ἐσὺ κἄτι γέν-νες! (ἐπὶ τέκνων ὄχι καλοῦ χαρακτῆρος) Σύμ. || Φρ. Ἄλλης μάννας γέννα (ἐπὶ τέκνου μὴ ἔχοντος τὸν χαρακτῆρα τῶν γονέων του) Θήρ. Νὰ τὸ βρῇς ἀπὸ τὶς γέννες σου! (ἀρά· νὰ τιμωρηθῇς ἀπὸ τὰ τέκνα σου!) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Διαβόλου γέννα! (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀνησύχου, ἀτιθάσου καὶ διεστραμμένου χαρακτῆρος) Ἀμοργ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. φρ.: διˬαβόλου γιˬός. Πβ. Κ.Δ. (Ματθ., 37) «γεννήματα ἐχιδνῶν». Καταραμένη γέννα! (ἐπικατάρατε!) Λεξ. Πρω. || Παροιμ. φρ.: Τί σὲ μέ’ σένα γιˬὰ κάθι μάννας γέννα; (πρὸς τοὺς πολυπραγμονοῦντας) Λέσβ. || Παροιμ. Τοὺ δ’’κὸ κὶ τ’ οὐρφανὸ τ’ς ἴδιˬας μάννας γέννα εἶι (καὶ ὁ ὑπηρέτης καὶ ὁ ὀρφανὸς εὑρίσκονται εἰς τὴν ἰδίαν μοῖραν ἔναντι τῶν ἄλλων) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || ᾌσμ. Εἶdά ’καμα τοῦ λόγου σου κ’ εἶdά ’χεις μετὰ μένα καὶ γιˬάdα μ’ ἀπαρνήθηκες, ἄπονης μάννας γέννα; Κρήτ. Νὰ πάρουν καὶ τὴ μάννα της μαζὶ καὶ τὰ παιδιˬά της, νὰ κάψουνε τὴ γέννα της, νὰ σβήσῃ ἡ γενιˬά της Ἀγαθον. Τὸ παλληκάριν π’ ἀγαπῶ ἔν’ Τραπεζοῦντας γέννα Κερασ. Εἶμαι τὸ πρῶτοd-dης παιὶ τσ’ ἡ ἀκριβή της έν-να Κάλυμν. || Ποιήμ. Εἶντα ’πορρίζιν, Νικολῆ, θέλεις γιˬὰ νὰ σοῦ δώσω ’πὸ τοῦτα οὕλ-λα τὰ δεντρὰ πὄχω μέσ’ ’ς τὸ τσηπίν μου; τσ’ εἶπεν της: Ἕναν ’ξηζητῶ ’πορρίζιν ὁ καημένος τὴν γέν-ναν σου, τὴν κόρην σου, ποὺ μ’ ἔκαψεν, θεέ μου! Δ.Λιπέρτ., Τζιυπ. τραούδ., 2, 75. Συνών. γέννημα 2) γεννημασία. β)Τὸ γεννηθὲν ζῷον, ἰδίως τὸ μικρὸν ἀρνίον ἢ ἐρίφιον Ἀπουλ. Εὔβ. (Στρόπον.) Κάσ. Κίμωλ. Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἤκαμε τὴ νύχτα χιˬόνι πολὺ καὶ τά ’χωσε τὰ ρίφιˬα ’ς τὸ χιόνι κ’ ἠπαγώσανε οὗλα κ’ ἠκλαίανε ποὺ χάσανε τὴ γέννα οὕλη οἱ τσοπάνηδες Ἀγαθον. Ἡ γέννα μας ἠβόσκουνταν ’κεῖ μέσα Κιμωλ. Σ’φώ’σαν νὰ μ’ράσουν τὴ γέννα ἀπ’ τὰ πρόβατα Αἰτωλ. Τὸ κρατῶ νὰ κάμῃ γένdα Ἀπουλ. Συνών. γέννημα 2β, γεννητικὸς 2γ. γ)Ὁ γόνος τῶν ἰχθύων Κ.Μπαστ., Ἁλιευτ., 19: Οἱ μπακαλιˬάροι ἀποζητᾶνε τὰ μέρη ὅπου θ’ ἀποθέσουνε τὴ γέννα. δ) Ἡ ἄνθησις καὶ ἔναρξις τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ καρποῦ, ἰδίως τῶν δημητριακῶν καὶ τῆς ἀμπέλου Ἰων. (Βουρλ.)-Λεξ. Δημητρ.: Τ’ ἀbέλιˬα εἶχαν ἐφέτος λίγη γέννα Βουρλ. ε)Τὸ γένος, ἡ γενιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.) Θρᾴκ. (Κασταν.) Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.)-Σ. Ζαμπέλ ᾌσμ. δημοτ., 774: Τὴ γέννα σ’! (ὕβρις) Τραπ.: Οὕλ-λ’ ἡ γέν-να τους ἔτσι κου-κουμόσειλες ἔνι (κουκ-κου μόειλες=ἔχουσαι προτεταμένα χείλη) Κύπρ. || ᾌσμ. Ἀπὸ εὐγενικοὶ γονιˬοὶ καὶ τιμημένη γέννα διˬαλέξαμε καὶ πήραμε κοντσὲ ἀπὸ τὴ Βιˬέννα (κοντσὲ=ἄνθος) Κασταν. Ἦτον ἀπὸ ψηλὴ σειριˬὰ κιˬ ἀπὸ μεγάλη γέννα Κρήτ. Νὰ πάρω ἀπὸ τὴ γέννα του κιˬ ἀπ’ τὴ γενολογιˬά του Σ.Ζαμπελ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἐν λ. γενιˬὰ 1. 7)Πηγὴ ὕδατος Προπ. (Ἀρτάκ.): Θὰ πάω ’ς τὴ γέννα καὶ νά ρθῇς Ἀρτάκ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Θάσ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λεντεκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/