ἀναμολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμολῶ, ἀνεμιλῶ Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀμολῶ, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀπολυˬῶ.
Σημασιολογία
’Εκφύω βλαστοὺς: Παροιμ. Κολοκούρ' ἀραχνιˬασμένη δὲν ἀνεμιλᾴ μοτάριˬα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀνωφελοῦς μὴ δυναμένου νὰ παράσχῃ βοήθειαν. κολοκούρα₌ξηρὰ ρίζα, μοτάρι₌βλαστός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA