βουρβουλητὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρβουλητὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουρβουλητὸ τό, ΠΒλαστοῦ Κριτικ. ταξίδ. 45.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουρβουλῶ, δι᾽ ὃ ἰδ. βουρβουλίζω.
Σημασιολογία
Βορβορυγμός, κοχλασμός, θόρυβος ὕδατος : Τὰ βουρβουλητὰ τοῦ ποταμοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA