γεννηματάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννηματάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννηματάκι τό, ἀμάρτ. ’εννηματσάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεννημάτι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Ὁ σμιγὸς καρπὸς ἐκ σίτου καὶ κριθῆς: Μουρέ, ’ιˬὰ κάμε, βούδωσε τ’ ἁώνι σου, πὰ νὰ φέρω κ’ ἐὼ τό ’εννηματσάκι μο’ ’κεῖ νὰ τὸ τρίψω (βούδωσε=στρῶσε τὸ ἁλώνι μὲ κόπρον βοός, ἵνα χρησιμοποιηθῇ δι’ ἁλωνισμὸν σιτηρῶν, πὰ=μήπως, ἴσως). Ἐκάμαμε, δόξα σοι ὁ Θεός, μιὰ ’υχιˬὰ ’εννηματσάκι, νὰ περάσωμε θέμεν ἐφέτι. || ᾎσμ. Κάρκα ἕνα, κάρκα δυˬὸ | κάρκα τὸ μικρὸ τ’ ἀβγὸ κιˬ ἂ μοῦ τό ’πηρε ζευγᾶς | νὰ κάμῃ πολὺ ’εννηματσάκι νὰ φάω κ’ ἐὼ λιάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA