ἀργυροκάγκελλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροκάγκελλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροκάγκελλο τό, Ἤπ. ἀργυροκαγκέλλι Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. κάγκελλο. Περὶ τῶν ἐκ παραλλήλου φερομένων τύπ. εἰς -ο καὶ -ι ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170 κἑξ. 179 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀργυροῦν κιγκλίδωμα: ᾎσμ. Πέρα ’ς τ’ ἀργυροκάγκελλα καὶ ’ς τ’ ἀργυροκαγκέλλι βασιλοπούλλα κάθεται μὲ τετρακόσιˬες σκλάβες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA