ἀναμπάλωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμπάλωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναμπάλωμα τό, ἀμάρτ. ἀναbάλωμα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀναμπαλώνω.
Σημασιολογία
’Επιδιόρθωσις ἐφθαρμένων ἐνδυμάτων: Δὲ μ’ ἀφίνει τ’ ἀναbάλωμα νὰ κάνω ἄλλη δουλε͜ιά. Συνών. μπάλωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA