Βουργάρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βουργάρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

Βουργάρικος ἐπίθ. κοιν. Βουργάρ’κος Θρᾴκ. Βουργάρ’κους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βούργαρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων εἰς Βούλγαρον κοιν. : Φρ. Βουργάρικο κεφάλι (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀγροίκου καὶ ἀνεπιδέκτου πολιτισμοῦ ἢ πείσμονος) Θρᾴκ. Ἠ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουργάρ’κο καὶ ὡς τοπων. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) 2) Οὐδ. πληθ. οὐσ., ἡ Βουλγαρικὴ γλῶσσα κοιν. : Τὰ μιλάω-τὰ ξέρω τὰ Βουργάρικα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/