γεννηματοσκούληκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννηματοσκούληκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννηματοσκούληκο τό, Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γέννημα καὶ σκουλήκι.
Σημασιολογία
1)Ὁ σκώληξ τῶν σιτηρῶν ἔνθ’ ἀν.: Τὰ γεννηματοσκούληκα θὰ μᾶς χαλάσουνε τὸ σιτάρι Γαργαλ. ‖ Φρ. Εἶσαι κακὸ γεννηματοσκούληκο (περὶ τοῦ ἀναμειγνυομένου εἰς ὑποθέσεις ἄλλων) αὐτόθ. Συνών. γεννηματόψειρα. 2)Ἡ κάμπη εὐδημὶς (eudemis), ἡ κατ’ ἐξοχὴν προσβάλλουσα τὴν ἄμπελον καὶ τὴν σταφιδάμπελον Μεσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA