βουργαρόπουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουργαρόπουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουργαρόπουλλο τό, ἀμάρτ. βουργαρόπ’λλο Πελοπν. (Κόκκιν.) γουργαρόπ’λλο Πελοπν. (Κόκκιν. Λογγ. Παππούλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βούργαρος καὶ τοῦ οὐσ. πουλλί.
Σημασιολογία
Τὸ πτηνὸν Βούργαρος 5, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA