γεννηματότοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννηματότοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεννηματότοπος ὁ, Πελοπν. (Γαργαλ. Τριφυλ.) ’εννηματότοπος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γέννημα καὶ τόπος.

Σημασιολογία

1)Τόπος παράγων πολλὰ καὶ καλῆς ποιότητος σιτηρὰ Πελοπν. (Γαργαλ. Τριφυλ.): Τὸ γέννημα στοίχε͜ιωσε ’ς τὶς Λάκκες, ἔναι, γλέπεις, γεννηματότοπος καλὸς Γαργαλ. Συνών. γεννηματοχώραφο. 2)Δοχεῖον ἢ κιβώτιον πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου καὶ κριθῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Δὲν ἔχομε bολλοὶ ’εννηματότοποι καὶ τὸ ’φήκαμεν ἐφέτι τὸ ’έννημά μας σὲ τσουβάλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/