ἀργυροκαύκιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροκαύκιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργυροκαύκιν τό, Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. καυκίν.

Σημασιολογία

Ἀργυροῦν ποτήριον: ᾎσμ. Κορ’τζόπον δωδεκάχρονον, δός με νερὸν ἂς πίνω.-᾽Αφέντη μ᾿, ’κ’ ἔχω μαστραπάν, ᾿κ᾿ ἔχω ἀργυροκαύκιν, σὰν θέλτς καὶ καταδέχκεσαι, πία ἀσ᾿ σὸ χαλκοστάμνιν. Συνών. ἀργυρόκουππα, ἀργυρομαστραπᾶς, ἀργυροπότηρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/