βουρδουκλιˬῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρδουκλιˬῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουρδουκλιˬῶ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *βουρδούκλι ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Πλημμυρῶ : Ἐβουρδούκλιˬασε τὸ χωράφι καὶ δὲ bοροῦμε νὰ bοῦμε μέσα. 2) Ἐπὶ φυτῶν, φυλλοκιτρινίζω ἀπὸ τὸ πολὺ πότισμα: Πότισε πότισε βουρδουκλιˬάσανε τὰ δεdρά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA