γέννηση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γέννηση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γέννηση ἡ, κοιν. γέ’σι Εὔβ. (Στρόπον.) γέ’σ’ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θεσσ. (Νερόμυλ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) γέ’’ Εὔβ. (Λιχὰς) γέ’τσ’ Μακεδ. (Γαλατ.) ’έννηση Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γέννησις.

Σημασιολογία

1)Ἡ πρᾶξις τοῦ γεννῶ, ὁ τοκετὸς κοιν. Ἡ γέννηση τοῦ παιδιˬοῦ τοῦ ’δωσε μεγάλη χαρὰ κοιν. Γέ’σι ἱφτὰ κ’νελάκιˬα μιˬὰ γέ’σ’ Θεσσ. (Νερόμυλ.) Εὐτὴ ἡ εἰκόνα ’ναι ἡ ’έννηση τοῦ Χριστοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Αὐτὸ τοὺ εἰκό’σμα ἔ’ τ’ Γένν’τσ’ τοῦ Χρ’στοῦ Μακεδ. (Γαλατ.) Σὰ d’ γέ’’ τ’ς Μαρίας μ’ οὔιδι κιˬ ἄ’ τόου δύσκου’ Εὔβ. (Λιχὰς). || Φρ. Τὸ ’χει ἡ ’έννησή του καὶ εἶναι καός-κακὸς (ἔχει τὰς ἰδιότητας αὐτὰς ἐκ γεννήσεως) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τοῦ διˬόλ’ ἡ γέ’σι (τοῦ διˬόλ’=τοῦ διαβόλου· ἐπὶ παιδὸς ἀτακτοῦντος) Εὔβ. (Στρόπ.) Ἔναι ξέ’ γέ’σ’ (ἐπὶ γαμβροῦ ἢ νύμφης ἀποτελούντων μέλος τῆς οἰκογενείας εἰς ἣν εἰσῆλθον, ἀλλὰ πάντοτε διακρινομένων ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν αὐτῆς διὰ τὸ ξένον τῆς καταγωγῆς των) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἔναι ἀπὸ γεννήσεως στραβὸς- κουφὸς-μουgὸς-κουκιˬὸς (κουκιˬὸς=κουτσός, χωλὸς) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔν’ ’ποὺ γεννήσιˬως του στραβὸς (συνών. τῆ προηγουμένῃ) Κύπρ. Ἡ φρ. ἀπὸ γεννήσεως καὶ παρὰ Μαχαιρ. (ἔκδ. R. Dawkins 1, 212) «ἔπρεπε νὰ πολομᾷς ὡς γο͜ιὸν πολομοῦν οἱ ἀφέντες οἱ ρηγᾶδες, ὅπου ἔχουν τὴν ἀφεντίαν ἀπὸ γεννήσεως». Συνών. φρ. ἀπὸ γεννησιμιˬό, ἀπὸ γεννήσιˬου, ἀπὸ γεννητά του, ἀπὸ γεννητᾶτα, ἀπὸ γεννικοῦ. ‖ ᾎσμ. Ἂς μὲν μᾶς καταχνών-νουσιν γιˬὰ τοῦτα ποὺ λαλοῦμεν, γιˬατ’ ἔν’ ’ποὺ γεννήσιˬως μας ταὶ φυσικὸν τὸ πρᾶμαν Δ.Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ. 2, 20. Συνών. ἐν λ. γέννα 1. 2) Ἡ ἡμέρα καθ’ ἣν γεννᾶται τις, κυρίως ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ πολλαχ.: ’Σ τσὶ εἰκοσιπέdε τοῦ Δεκέβρ’ ἔναι ἡ ’έννηση dοῦ Χριστοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ. Τὴ Γέννηση τὴν ἄβροχη, τὰ Φῶτα χιˬονισμένα, καὶ τὴ Λαμπρὴ βρεχούμενη, τὰ πάντα φτυχισμένα (ἐκ τῶν ἐπικρατουσῶν καιρικῶν συνθηκῶν κατὰ τὰς ἀνωτέρω ἑορτὰς ἐξαρτᾶται ἡ εὐφορία τῶν καρπῶν τῆς γῆς) Πελοπν. (Ἀρκαδ.). Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Νάξ. (Σαγκρ.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Παναγία ἡ Γέννηση Νάξ. (Γαλανᾶδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/