ἀργυροκλείδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροκλείδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργυροκλείδι τό, ἀμάρτ. Πληθ. ἀργυροκλειδιˬὰ Χίος ἀργυροκλείδιˬα Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. κλειδί.

Σημασιολογία

1) Κλειδίον ἀργυροῦν Χίος: ᾎσμ. Γύρου τριγύρου πύργοι μὲ τὰ σίδερα, μαλαματένιˬες πόρτες τσ᾿ ἀργυροκλειδιˬά. 2) Πληθ., εἶδος γυναικείων κοσμημάτων ἐχόντων σχῆμα σωλῆνος ἢ κλειδίου, διὰ τοῦ ὁποίου διέρχεται ἅλυσις, χωριζομένων διὰ κομβίων ἀργυρῶν Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/