γεννησιˬάτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννησιˬάτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεννησιˬάτικος ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. γι’σιˬάτικου Ἤπ. (Ζαγόρ.Τσαμαντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέννηση καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άτικο.

Σημασιολογία

1)Γεννησιˬάρης, ὃ ἰδ., Ἤπ. (Τσαμαντ.) 2)Τὸ οὐδ. κατὰ πληθ. τὰ ὑπὸ τοῦ ἀναδόχου χαριζόμενα ἐνδύματα εἰς τὸ βαπτιζόμενον παιδίον Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τὰ γι’σιˬάτικα σκ’τιˬά. Ἀκόμα δὲν τὰ ’δουκα τὰ γι’σιˬάτ’κα ’ς τὴν κουπέλα Συνών. ἀναδόσα (δι’ ὃ ἰδ. ἀναδόχι 1β), βαφτιστηριˬάτικα, βαφτιστικὰ (δι’ ὃ ἰδ. βαφτιστικὸς 2α), βαφτιστίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/