βουρδουλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρδουλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρδουλιˬάζω (ΙΙ) Πελοπν. (Βασαρ.) βουρδουλιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) βουρδουνιˬάζω Εὔβ. (Μετόχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βούρδουλας ἢ βούρδουλο.

Σημασιολογία

Μαστιγώνω τινὰ μέχρι βαθμοῦ, ὥστε νὰ πληρωθῇ τὸ σῶμα του ἀπὸ οἰδήματα ἔνθ’ ἀν.: Θὰ σὲ πιάσω νὰ σὲ βουρδουλιˬάσου τὰ πουδάριˬα! Αἰτωλ. Τὸν ἀρχί’σε μὲ τ’ λούρα καὶ τ’ βουρδούνιˬασε τὸ κορμὶ Μετόχ. Συνών. βουρδουλίζω (ΙΙ) 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/