ἀργυροκουδουνᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροκουδουνᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀργυροκουδουνᾶτος ἐπίθ. Εὔβ. Ἤπ. Κύθηρ. Νάξ. Πελοπν. κ.ἀ. ἀργυροκουουνᾶτος Κάρπ. Κάσ. ἀργυρουκ᾿δουνᾶτους Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. ἀρκυροκουδουνᾶτος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀργυροκούδουνο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἀργυροῦς κώδωνας ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Τῆς κόρης ἀφ᾿ τὰ κλάηματα κιˬ ἀπὸ τὰ μοιρολόγιˬα ἐχίλιˬασαν τὰ πρόβατα, μυριˬάσαν καὶ τὰ γίδιˬα κ᾿ ἑκατοστίσαν τὰ σκυλλιˬὰ τ᾽ ἀργυροκουδουνᾶτα Πελοπν. Πέ μου νὰ ζήσῃς, κὺρ βοσκέ, τίνος εἶν᾽ τὸ κοπάδι, τίνος εἶναι τὰ πρόβατα τ᾿ ἀργυροκουδουνᾶτα; Νάξ. Ἀπὸ τετράωνο ᾿ουνὶν ἁμάξι κατεαίνει, ἁμάξι φοερότρομο κιˬ ἀργυροκουουνᾶτο (ἀπὸ τετράγωνο βουνὶν κατεβαίνει ἁμάξι φοβερότρομο κτλ.) Κάρπ. Ἄνοιξε τὸ πουgάκι σου τ’ ἀργυροκουδουνᾶτο (πουγγὶ ἀργυροκουδουνᾶτο μεταφ. τὸ πλῆρες νομισμάτων τὰ ὁποῖα ἠχοῦν ὡς κώδωνες) Κύθηρ. Συνών. ἀργυροκούδουνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA