βουρδούλιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρδούλιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουρδούλιˬο τό, Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. βουρδουλῶ παρὰ τὸ βουρδουλίζω (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Διαπόμπευσις, ἐξευτελισμός, δυσφήμισις. Συνών. βουρδουλισιˬά, βουρδούλισμα. 2) Μετων. ἄνθρωπος διαπομπευθεὶς ἢ διαπομπευόμενος: Μὲ τοὶς φωνές του ἔγινε βουρδούλιˬο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/