ἀργυροκούδουνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροκούδουνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροκούδουνο τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Πελοπν. Χίος κ.ἀ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,38 ἀργυροκούουνο Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. κουδούνι.
Σημασιολογία
1) Ἀργυροῦς κώδων ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ἐσένα, Γεˬώργη, πρέπει σου χίλιˬα σφαχτὰ νὰ βλέπῃς, μὲ χίλιˬα ἀργυροκούδουνα νὰ τὰ λαλῇς νὰ πρέπῃς Χίος Ποῦ πάς, ἀσήμι, νὰ χαθῇς, μάλαμα, νὰ θολέψῃς, ποῦ πάς, ἀργυροκούδουνο, νὰ χάσῃς τὴ λαλιˬά σου; (μοιρολ. πρὸς ἀποθανοῦσαν κόρην) Πελοπν. Κιˬ ἀμ’ ἐσύ, μουρὲ βοσκὲ, εἶdα βάνεις στοίχημα; -Βάνω χίλιˬα πρόβατα μὲ τ’ ἀργυροκούδουνα Ἀπύρανθ.-Ποιημ. Νά ᾽χῃς χιλιˬάδες πρόβατα, νά ᾽χῃς χιλιˬάδες γίδιˬα μὲ μύριˬα ἀργυροκούδουνα νὰ τὰ λαλοῦν νὰ πρέπουν ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. 2) Περιληπτικῶς ποίμνιον (ἡ σημ. ἐκ τούτου ὅτι πολλάκις εἰς δημώδη ᾄσμ. τὰ αἰγοπρόβατα φέρονται ὡς ἔχοντα ἀργυροῦς κώδωνας) Κάσ.: Ὁ πάππους μου... ἦτο τσοπάνης πρῶτος τσ᾽ εἶχε μεάλη μάντρα τσ᾽ ἀργυροκούουνο... Τὴν ὥρα λοιπὸ ποῦ περνοῦσε μὲ τ’ ἀργυροκούουνο ᾿ς τὴν ὀμπρὸς μερὰ τσ᾽ οὕλο τὸ χωριὸ ἦβγε ’ς τὰ ’ώματα νὰ τὸν ἀποκαμαρώσῃ, τὸν ’κλούθηξε κατσὴ ὥρα, ὀχτροῦ πειραξιˬὰ (ἐκ παραδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA