ἀργυροκούλουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροκούλουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροκούλουρο τό, Πελοπν. (Γλανιτζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. κουλούρι.
Σημασιολογία
Ἡ εἰς σχῆμα κουλουρίου ἀργυρόχρους συσπείρωσις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως: ᾎσμ. Σοῦ παράγγειλε ἡ Ἁγιˬὰ Σοφιˬὰ ἀπὸ τὴν Πόλι νὰ μαζέψῃς τὰ λουριά σου | καὶ τ᾿ ἀργυροκούλουρά σου, μέσ᾿ ’ς τὴ γῆς νὰ πάς νὰ μπῇς | τρεῖς ἡμέρες νὰ μὴ βγῇς (ἐπῳδ. εἰς δῆγμα ὄφεως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA