βούρgα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούρgα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βούρgα ἡ, Κύπρ. βούρκα Κύπρ. βούργα Ἀστυπ. Κάλυμν. Κύπρ. Κῶς Λέρ. βούργιˬα Ἀμοργ. Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) Ἴμβρ. Κρήτ. Λῆμν. Μακεδ. (Βελβ.) Μῆλ. Πελοπν. (Μάν.) Ρόδ. Σάμ. Βουργιˬὰ Κρήτ. βρούγιˬα Ἴος βούλιˬα Σαμοθρ. 'ούργιˬα Ἰκαρ. γούργιˬα Ρόδ. Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Λατιν. bulga ἢ vulga.
Σημασιολογία
1) Σακκίδιον δερμάτινον ἢ ἐξ ἐρίου χρήσιμον παρὰ τοῖς ἀγρόταις καὶ κυνηγοῖς πρὸς ἀπόθεσιν τροφίμων, γεωργικῶν ἐργαλείων κττ. ἔνθ’ ἀν. 2) Δέρμα αἰγὸς Κύπρ. 3) Ἀσκὸς ἐκ δέρματος αἰγὸς ἤ προβάτου Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) Ἴος 4) Κόφινος μέγας μὲ δύο λαβὰς Πελοπν. (Γέρμ.) Συνών. κόφα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA