ἀργυρόκουππα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυρόκουππα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀργυρόκουππα ἡ, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Χίος κ.ἀ. ἀργυρόκουπ-πα Χίος (Ὄλυμπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. κούππα.

Σημασιολογία

1)Ἀργυροῦν ποτήριον Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) κ.ἀ.: ᾌσμ. Σώπα σώπα, σκλαβίτσα μου, καὶ μὴ μὲ καταδώνῃς, θὰ γένω γῆς νὰ μὲ πατῇς, μπαχτσὲς νὰ σεργιˬανίζῃς, θὰ γένω ἀργυρόκουππα νερὸ κρύο νὰ πίνῃς Σωζόπ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀργυροκαύκιν. 2) Ἀργυροῦν δοχεῖον Χίος (Ὄλυμπ. κ.ἀ.) Μὰ γιˬὰ χατίρι τῆς κυρᾶς θενὰ πά’ ταξιδέψω, γιˬατὶ μὲ κρυφοπότιζε ᾽ς τὴν ἀργυρόκουππά της, γιˬατὶ μὲ κρυφοτάγιζε κριθάρι ᾽ς τὴν ποδεˬά της Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/