ἀφώτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφώτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφώτιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀφώτιγος Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν. Σουδεν.) Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀφώτιστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ αὐγαζόμενος ὑπὸ φωτός, ὁ μὴ φωτιζόμενος Πελοπν. (Λάκων.) Οἱ εἰκόνες ἔμειναν ἀφώτιστες. 2) ’Αβάπτιστος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸ παιδὶν ἀκόμαν ἀφώτιστον ἔν᾿. Συνών. ἀβάφτιστος 1. 3) Ὁ μὴ ἁγιασθείς, ἐπὶ τῶν ὑδάτων κατὰ τὸ διάστημα τὸ ἀπὸ τῶν Χριστουγέννων μέχρι πρὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων Θρᾴκ. (Μάλγαρ.): Τὰ νερὰ εἶναι ἀφώτιστα. 4) Ὁ μὴ ραντισθεὶς δι᾽ ἡγιασμένου ὕδατος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀφώτιστος εἶμαι ἀκόμαν. Ἀφώτιστον ἔν’ τ᾿ ὁσπίτ’ν ἐμουν, ὁ ποππᾶς ἀκόμαν ᾿κ᾽ ἔρθεν. 5) Ὁ μὴ ἀποκτήσας γνῶσιν πράγματός τινος, ὁ μὴ διδαχθεὶς σύνηθ.: Λαὸς ἀφώτιστος. β) ᾿Αγράμματος Πελοπν. (Λακων.) 6) Ὁ μὴ αἰσθανθεὶς χαρὰν ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,380: Ποίημ. ᾿Αδρόσιστη κιˬ ἀφώτιστη νὰ μαραθῇ ἡ καρδιˬά μου. 7) Πονηρός, κακὸς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾽Αφώτιστος ἄρθωπος ἔν’ Χαλδ. ᾿Αφώτιστα λόγιˬα Κερασ. Χαλδ. 'Αφώτιστα δουλείας ποίς (κάμνεις) Κερασ. 8) Δεινός, ἐκπληκτικός, ἐπὶ κακοῦ καὶ καλοῦ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Αφώτιστος ποππᾶς (ἔξοχος). ᾿Αφώτιστος δάσκαλος (πολυμαθὴς). Συνών. ἄπιστος 5, ἀφάνταστος 2. β) Ὁ καθ᾿ ὑπερβολὴν ἄτακτος, ζωηρὸς κττ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀφώτιστον παιδίν. Συνών. ἄπιστος 4. γ) Ὑπερβολικὸς τὸ μέγεθος, τὴν ποσότητα, τὴν ἔκτασιν κττ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀφώτιστον ἄλογον - καράβιν - πουδάριν- έριν κττ. Κερασ. ’Αφώτιστον φάγεμαν ἔφαγα (ἔφαγα μέχρι κόρου) αὐτόθ. ᾿Αφώτιστον ντώσιμον ἐντῶκεν ἀτον (δεινὸν δαρμὸν ἔδειρεν αὐτὸν) αὐτόθ. 9) Ὡραῖος, θαυμάσιος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀφώτιστον λαλίαν ἔει Κερασ. ᾿Αφώτιστον γάμον ἐποίκαμε αὐτόθ. ᾽Αφώτιστον χορὸν χορεύει αὐτόθ. Ἀφώτιστα ψωμία ἐποίκα (ἐπιτυχέστατα) αὐτόθ. ᾿Αφώτιστον κρασὶν αὐτόθ. 10) Δεξιώτατος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’Αφώτιστα έρ ἔει Κερασ. 11) ’Οξυδερκέστατος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀφώτιστα ὀμμάτ ἔει Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/