βουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουρίζω Πόντ. βουρίζ-ζω Σύμ. βουρίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βουρῶ Κύπρ. 'ουρῶ Κύπρ. γουρῶ Κυπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μορ. βούρ.
Σημασιολογία
1) Τρέχω Κύπρ. : Γνωμ. Ὅπκο͜ιος βουρᾷ μεινίσκει πίσω. ‖ ᾎσμ. Πέτε της νά ᾽ρτῃ γλήορα, πέτε της νὰ γουρήσῃ κ’ ἔχω λαμπρὸν μέσ᾿ ᾽ς τὴν καργιˬάν, νά 'ρτῃ νὰ μοῦ τὸ σβήσῃ. β) Ἐλαύνω, καταδιώκω Κύπρ : βουρῶ τὸ χτηνόν. 2) Βομβῶ, ἠχῶ Πόντ. Σύμ.: Βουρίζ-ζει ὁ ἀέρας Σύμ. ‖ Φρ. Βουρίζ-ζει τὸ κεφάλι μου (αἰσθάνομαι ἴλιγγον, σκοτοδίνην) αὐτόθ. Συνών. βουΐζω Α 4. 3) Βρίθω Λυκ. (Λιβύσσ.) : Ἠβούρισαν οἱ μυῖες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA