γεννητικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννητικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεννητικὸς ἐπίθ. Κρήτ. Σίφν. Οὐδ. γεννητικὸν Σχινοῦσ. γεν-νητικὸν Κύπρ.-Κ. Σάββας, Φόν. Λογχάρ., 8. γεννητικὰ É.Legrand, Chansons, 188. γεν-νητικὰ Κύπρ.-Δ.Λιπέρτ, Τζιυπρ. τραούδ. 2, 104. γεν-νετικὸν Χίος γεν-νετικὰ Κύπρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γεννητικός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. καὶ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἀναπτυσσόμενος, ὁ γόνιμος Κρήτ. Σίφν.: Πρῖνος γεννητικὸς (ἀναπτυσσόμενος, πολλαπλασιαζόμενος εὐκόλως) Κρήτ. Ἡ σήμ. καὶ παρὰ Βλαχ. 2)Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ., ἡ γέννησις Σχινοῦσ.: Εἶναι κουτσὴ γεννητικόν της (ἐκ γεννήσεως). Συνών. γέννα 1. β) Ἡ καταγωγή, ἡ οἰκογένεια Κύπρ. Χίος.-É.Legrand, ἔνθ’ ἀν. Κ.Σάββας, ἔνθ’ ἀν. Δ.Λιπέρτ, ἔνθ’ ἀν.: Ἦρτεν πρῶτος μὲ τὴφ φαμέλιˬαν καὶ τὸ συγγενολόγιν του ’ς τὰ Καρδάμυλα, γιˬατὶ τὸ γεν-νετικὸν τῶν Περατινῶν ἔν’ ’ς τὴν Ἁγίαν Κυριακὴν Χίος. || ᾎσμ. Ὁ νιˬὸς ἀποῦ ’του βρένιμος, βρένιμ’ ἀρκολοέται: ταὶ πέ μου, κόρη λυερή, ταὶ τὰ γεν-νητικά σου (ἀπού ’του=ποὺ ἦτο) Κύπρ.-Ποιήμ. Κλεάνθης Σάββας γράφεται τ’ ὄνομα τὸ δικόμ μου ’ς τὸν Ἅιμ Μάμαν, κύριοι, ἔν’ τὸ γεννητικόν μου Κ.Σάββας, ἔνθ’ ἀν. Μὲν τὰ ’ῃς ἀκριβὰ τοῦντα φιλιˬά σου τ’ ἔν’ γεώρκισ σου ’ποὺ τὰ γεν-νητικά σου! (γεώρκιν=προϊὸν) Δ.Λιπέρτ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. γενιˬὰ 1. γ)Τὸ γεννηθὲν ἔκ τινος, ὁ ἀπόγονος Κύπρ.: ᾎσμ. Κάτω ’ς τὲς ἄρες τῶν ἀρῶν, κάτω ’ς τὸν καλαμιˬῶναν κάουρος ἐδρακόντεψεν ταὶ τρώ’ τοὺς ἀντρωμένους, τρώει τοὺς ἄντρες τῶν ἀρῶν, τοὺς ἀντροπολεμίτες, τρώει ταὶ τὲς γυναῖτες τους, τρώει ταὶ τὰ παιδκιˬά τους, τρώει ταὶ τὰ ζευκάρκα τους ταὶ τὰ γεν-νετικά τους. Συνών. γέννα 5β. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ἐξ ἐγγρ. τοῦ ἔτους 1779 Μύκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/