γεννητὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννητὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεννητὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀναβρ.)-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Πρω. Δημητρ. Θηλ. γεννητὴ Πελοπν. (Κορινθ.) Σ.Δάφνης, Ν.Ἑστ. 18 (1935), 1047-Λεξ. Περίδ. Οὐδ. γεννητὸ Ἄνδρ. Εὔβ. (Βρύσ.) Πελοπν. (Γέρμ. Κάμπος Λάκων. Καρδαμ.) Σίφν.-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Δημητρ. γι’τὸ Ἁλόνν. Σκόπ. γεννατέ Τσακων. (Χαβουτσ.) ’εννητὸ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πληθ. γεννητὰ Ἀθῆν. Μύκ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Γέρμ. Κίτ. Κορών. Μάν. Πλάτσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Σάντ.) γεητὰ Πελοπν. (Λεῦκτρ.) γεν-νητὰ Κάρπ. Ρόδ. ’εν-νητὰ Κάρπ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γεννητός.
Σημασιολογία
Α)Ἐπιθετικ. 1)Ὁ διὰ γεννήσεως λαβὼν ὕπαρξιν, ὁ γεννηθεὶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κορινθ.)-Σ.Δάφνης, ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Πρω. Δημητρ.: Πάει ’ς τὸ παλάτι, μπαίνει μέσα, ψυχὴ γεννητὴ (δὲν ὑπῆρχε κανεὶς) Κορινθ. ’Σ τὴ βεράντα καὶ σὲ ὅλον τὸν κῆπο δὲ φαινότανε ψυχὴ γεννητή Ἡσυχία νέκρα! Σ.Δάφνης, ἔνθ’ ἀν. || Φρ. ’εννητὸ κιˬ ἀέννητο (ἐξ ἐπῳδ., γεννημένον καὶ ἀγέννητον) Ἀπύρανθ. Πβ. καὶ Μάνθ.Ἰωάνν., Συμφορὰ Μορ., σ. 45 «ὁ Μενέλαος ἦτον γεννητὸς ’ς τὸ Ἄργος τοῦ Μορία». Β)Οὐσ. 1)Ἡ γέννησις ἰδίως κατὰ οὐδ. γένος Ἀθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Βρύσ.) Κάρπ. Μύκ. Πελοπν. (Ἀναβρ. Ἀρεόπ. Γέρμ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Κίτ. Κορών. Λεῦκτρ. Μάν. Πλάτσ.) Ρόδ. Σίφν. Σκόπ.Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἔκαμι κακὸ γι’τὸ τοὺ κουρίτσ’ μ’ Σκόπ. ’Πόψ’ εἴχαμε γεννητὰ Ρόδ. Πόσα γεννητὰ ἔχει κάμει Βρύσ. Πόσου γεννητοῦ εἶναι; αὐτόθ. ’Σ τὰ γεννητὰ πᾶνε μὲ κανίσκι (κανίσκι=τὰ προσφερόμενα γλυκίσματα, δῶρα ἢ ἄρτοι καὶ οἶνος) Πλάτσ. ’Σ τὰ γεννητὰ θά ’χωμε γλέdι Ἀρεόπ. Πᾶμε ’ς τὰ γεννητὰ ν’ ἀσημώσωμε τὸ παιδὶ Λεῦκτρ. Τὸ βράδυ εἶχαμε γεννητά, ἔκαμε δύο ἡ κατσίκα μας Κίτ. Τὸ γεννητὸ τοῦ γιδιˬῶνε ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Δικέβρη Γέρμ. Τηνερὶ ἀπὸ τὸ γεννατὲ κουτσέ’ρ (αὐτὸς ἐκ γεννήσεως εἶναι κουτσὸς) Χαβουτσ. ‖ Φρ. Ὁ γεννητὸς κιˬ ὁ θάνατος καρτερεμοὺς δὲν ἔχουν Ἀναβρ. Ἔχω φούγα γεννητὸ (τὰ αἰγοπρόβατα εὑρίσκονται εἰς ἀκμὴν τοκετοῦ, γεννοῦν πολλὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν) Κάμπος Λάκων. Ἔχω φόρτσα γεννητὸ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Καρδαμ. Ἀπὸ γεννητοῦ του εἶναι ἔτσι (ἐκ γεννήσεως) Ἄνδρ. Σίφν. Ἀπὸ ’εννητοῦς εἶναι ἔτσι-τό ’χει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἀπύρανθ. Βόθρ. Ἀπὸ τὰ γεννητά του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κορών. Μύκ. Συνών. φρ. ἀπὸ γεννήσεως, ἀπὸ γεννησιμιˬοῦ, ἀπὸ γεννητᾶτα. Κιˬ ἀπὸ τὰ γεν-νητὰ (εὐχὴ πρὸς ἐγκυμονοῦσαν, καὶ ὅταν θὰ γεννήσῃ) Κάρπ. ‖ ᾌσμ. -Ὅταν μ’ ἐγέννα ἡ μάννα μου, τ’ ἦταν τὰ γεννητά μου; -Ὅταν σ’ ἐγέννα ἡ μάννα σου, ἦταν βαρὺς χειμῶνας Ἀθῆν. Τσύμαρα τσαὶ τσυνόμαλα σοῦ πέμπ’ ἡ πεθ-θερά σου τσαὶ τὰ πεντικοέρβελ-λdα νά ’χῃς ’ς τὰ ’εν-νητά σου (τσύμαρα=κούμαρα, πβ. Ἡσύχ. κύμαρος· κόμαρος, τσυνόμαλα=κυνόμαλα, οἱ καρποὶ τοῦ ἐλελιφάσκου, πεντικοέρβελλα=περιττώματα ποντικῶν) Κάρπ. Καὶ νὰ σᾶς τὰ πληρώνουμε | σὲ γάμους καὶ σὲ γεννητὰ (ἐκ μοιρολ. νὰ σᾶς ἀνταποδώσωμεν τὴν παρουσίαν σας εἰς τὴν κηδείαν δι’ ἐπισκέψεως μας εἰς εὐχάριστα συμβάντα, γάμους καὶ γεννήσεις ἐν τῇ οἰκογενείᾳ σας) Γέρμ. 2)Ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν γεννοῦν τὰ αἰγοπρόβατα Πελοπν. (Κάμπος Λακων.): ’Σ τὸ γεννητὸ ἔκανε χειμῶνα γερόν. Μὲ βρῆτσε ὁ χειμῶνας ἀπάνω ’ς τὸ γεννητό. 3)Ἡ οἰκογενειακὴ καταγωγή, οἱ γονεῖς Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) || ᾎσμ. -Κόρη, ἀπόθεν οἱ γονεῖς, πόθεν τὰ γεννητά σου; -Ἡ μάννα μ’ ἀς τοὺς οὐρανούς, ὁ κύρη μ’ ἂς τὰ νέφ Κερασ. Σάντ. 4)Ἡ πατρικὴ οἰκία, ὁ τόπος τῆς γεννήσεως Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ᾎσμ. Ἐγ’ ὅντας ἔμ’ν εἰς τ’ ἄνθ μου, ἔβγ’ ἀς τὰ γεννητά μου ’ς σὰ έρ παίρ’να τ’ ἄρματα, ἐζώσκουμ τὰ λωρίτσ ἀς τ’ ὄρ τ’ ἄρκους ἔβγαλ’να, ἀς τὰ βουϊνὰ τ’ ἐλάφ (ὅταν ἤμουν εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας μου, ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν πατρικήν μου οἰκίαν, ἐζώσθην τὰ λωρία τῶν ὅπλων καὶ ἔβγανα, ἐκυνήγουν εἰς τὰ ὄρη ἄρκτους καὶ ἐλάφια). Συνών. γονικός, πατρικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA