γεννήτρια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννήτρια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεννήτρια ἡ, λόγ. σύνηθ. γεννήτρα Δ.Σάρρ., Μετάφρ. Εὐριπ., Ἱππόλ., 559-Λεξ. Πρω. Δημητρ. γεννέτρ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) γεννέτρα Πόντ. (Τρίπ.)

Χρονολόγηση

Ελληνιστικό

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. γεννήτρια. Ἰδ. Φρύνιχ., Σοφιστ. Παρασκ. 62 Β «δικομήτρα, οἷον μήτηρ καὶ γεννήτρια δικῶν».

Σημασιολογία

1)Ἡ γεννῶσα, ἡ τίκτουσα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν στεῖραν γυναῖκα Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τρίπ.): Παροιμ. Ἡ γεννέτρ ἡ μάννα νικᾷ τὸν Χάρον (διότι τὰ θνήσκοντα τέκνα ἀντικαθίστανται ὑπὸ τῶν γεννωμένων). Συνών. Γεννίστρα β) Ἡ μήτηρ Δ.Σάρρ., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τοῦ διογέννητου Βάκχου τὴ γεννήτρα. 2) Μηχανὴ μετατρέπουσα μηχανικὴν ἐνέργειαν εἰς ἠλεκτρικὴν λόγ. σύνηθ.: Ἐπῆρα μία γεννήτρια καὶ ἔχω φῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/