γεννικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννικὸ τό, Μῆλ. Μύκ. γι’κὸ Τῆν. (Τριαντ.) ’εν-νικὸ Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέννα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικό, δι’ ὃ ἰδ. -ικός.
Σημασιολογία
1)Γέννηση 1, ὅ ἰδ, Μῆλ. Μύκ. Τῆν. (Τριαντ.) ὑπὸ τὴν φρ. ἀπὸ γεννικοῦ (ἐκ γεννήσεως): Ὁ Στράτης εἶναι στραβός-μουgὸς ἀπὸ γεννικοῦ dου Μῆλ. Ἀπ’ οὕλα τζη τὰ φερσίματα φανερώνει πὼς εἶν’ ἀρχόdισσα ἀπὸ γεννικοῦ τζη αὐτόθ. || Φρ. Ἀποὺ γι’κοῦ του Τριαντ. 2)Τὸ ἐκ γεννήσεως ὑπάρχον καλὸν ἢ κακὸν Κάρπ.: Γνωμ. Τό ’εν-νικὸ ’έχ χάνεται, ’μ-μ’ ἀλήθε͜ια τσαὶ πληθαίνει (’μ-μ’=ἀμ-μή=ἀλλά). Συνών. γνωμ. Τὸ φυσικὸ δὲ χάνεται, μάλιστα καὶ πληθαίνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA