γεννοβολημὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννοβολημὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεννοβολημὸς ὁ, ἀμάρτ. ’εννοβολισμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεννοβολῶ.
Σημασιολογία
Γεννοβόλημα ὃ ἰδ.: Εἶdα ’εννοβολισμὸς εἶν’ εὐτός; μνιˬὰ σκουληκιˬὰ παιδιˬά! Πῶς θὰ τ’ ἀνεθρέψουνε;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA