βουρκάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρκάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουρκάδι τό, ΚΠαρορ. Κόκκιν. Τράγ. 118 βουρκάδ' Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρκος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδι.
Σημασιολογία
1) Μέρος σκοτεινὸν ὡς βοῦρκος ΚΠαρορ. ἔν. ἀν. : Κοιτάζει γῦρο του σὰ νὰ μὴν ξέρῃ ποῦ νὰ στραφῇ, βουρκάδι ἡ ψυχή, ποῦ κρύβει μέσα της ἀστροπελέκιˬα. 2) Ἐπιρρηματ., δίκην βούρκου, ἐπὶ ὀσμῆς Ἴμβρ. : Τοὺ νιρὸ μυρί’ βουρκάδ’. Πβ. βουρκάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA