βουρκανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρκανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρκανίζω Καππ. (Σινασσ. Φάρασ. κ. ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.) βρουκανίζω Καππ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. *βουλκανίζω, ὃ κατὰ ΔΟἰκονομίδ. Lautl. 63 ἀπὸ τὸ vulcan. Πβ. καὶ ἌνθΠαπαδόπουλ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 59.

Σημασιολογία

1) Ἀπροσ. κάμνει σφοδρὰν χιονοθύελλαν, χιονίζει μετὰ σφοδροτάτου ἀνέμου Πόντ. (Σταυρ. κ. ἀ.) : Ὀικέσ’ βουρκανίζ’ καὶ ποῦ θὰ πᾶς; (ὀικέσ’=ἔξω) Σταυρ. 2) Μυκῶμαι, ἐπὶ ἀγελάδος Καππ. (Σινασσ.) 3) Ἀγανακτῶν φωνάζω, ὑβρίζω, ἐπιτίθεμαι δι᾽ ἀπειλῶν ἢ ὕβρεων Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.) : Ἐβουρκάντσεν ἀπάν᾿-ι-μ᾽ (ἀπάν’-ι-μ’= κατεπάνω μου, ἐναντίον μου) Χαλδ. 4) Κλαίω ἐπὶ βρεφῶν Καππ. (Φάρασ. κ. ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/