βουρκίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρκίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουρκίλα ἡ, Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Θρᾴκ. (Μαρών.) Πελοπν. (Βασαρ. Λεῦκτρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρκος καὶ τῆς παραγωγικῆς κατά. -ίλα, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,247 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ὀσμὴ τοῦ βούρκου ἢ τοῦ βορβόρου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Πελοπν. (Βασαρ. Λεῦκτρ.): Τοῦ νιρὸ μυρίζ’ βουρκίλας Ἄκρ. Ψαχν. Τὸ νερὸ βρωμάει βουρκίλας Βασαρ. 2) Ἡ ὀσμὴ τῶν ἀπλύτων ἐσωρούχων Θρᾴκ. (Μαρών.) : Τὰ ροῦχα τ’ βρουμοῦν βουρκίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/