βουρκολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρκολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βουρκολόγος ὁ, Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μεσσήν.)-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρκος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. λόγος, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾶ 22 (1910) 247.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων ἔργον νὰ καθαρίζῃ τι ἐκ τοῦ βορβόρου, ἰδίως ὁ καθαριστὴς ἀποχωρητηρίων Κεφαλλ. : Χρειάζεται βουρκολόγος γιὰ νὰ παστρέψουμε ἐδῶ πέρα. 2) Ὁ διαιτώμενος ἐντὸς ἢ πλησίον ἑλῶν Κεφαλλ. : Βουρκολόγοι εἶναι οἱ λοῦφες, οἱ ἀγριόπαπιˬες. β) Παρωνύμιον τῶν κατοίκων τῆς πόλεως Λειξουρίου ὡς κατοικούντων πλησίον ἕλους Κεφαλλ. Παρωνύμιον καὶ τῶν κατοίκων τῆς Μεσσήνης καὶ τῶν πέριξ αὐτῆς χωρίων ὡς κατοικούντων εἰς περιοχὴν πεδινὴν Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) 3) Τόπος ὅπου σωρεύεται κόπρος Κεφαλλ. Πελοπν. (Μεσσήν.) : Ρίχνω 'ς τὸ βουρκολόγο τὰ νερὰ τοῦ σίκλου Κεφαλλ. Συνών. κοπρολόγος. 4) Αἰσχρολόγος Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/