ἀργυροπαίδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροπαίδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροπαίδιν τό, Πόντ. (Κολων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. παιδίν.
Σημασιολογία
Ἀγαπητὸν παιδίον (τὸ α΄ συνθετ. εἰς δήλωσιν στοργῆς καὶ φίλτρον. Πβ. χρυσό παιδί): Ἕναν ἀγούρι μ᾽, δύο ἀγούρ μ᾿, τρία ὁλόχρυσα ἀργυροπαίδ μ᾽ (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA