ἀργυροπαννυχίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροπαννυχίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀργυροπαννυχίδα ἡ, ἀμάρτ. ἀρκυροπαν-νυίδα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρός καὶ τοῦ οὐσ. παννυχίδα.

Σημασιολογία

Ὁ δι᾿ ἀργυρῶν κοσμημάτων στολισμένος ἄρτος προσφερόμενος εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τὸν ἑσπερινὸν ἢ τὰς παννυχίους ἀκολουθίας: ᾎσμ. ’Ποὺ τοὺς ᾿κοσ’πέντε ταὶ νὰ πά’ μνημόσυνα μοῦ κάμνε, κάμνε μου χρυσοκόλ-λυφα τσ᾿ ἀρκυροπαν-νυίδες (χρυσοκόλ-λυφα=κόλλυβα χρυσοστόλιστα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/