ἀργυροπέζουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροπέζουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροπέζουλλο τό, Τῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. πεζούλλι.
Σημασιολογία
Ἀργυροῦν βάθρον ἢ ὕψωμα: ᾎσμ. Κάμε μακρὺν κάμε πλατὺ νά παίρῃ δυˬὸ νομάτους, κάμε κιˬ ἀργυροπέζουλλα νὰ βάλω τ’ ἄρματά μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA