βουρκόφυκο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρκόφυκο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουρκόφυκο τό, ἀμάρτ. Πληθ. βουρκόφυκα ΑΜαμμέλ. Θαλασσιν. 47.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βοῦρκος καὶ φύκι.

Σημασιολογία

Κατὰ πληθ., τὰ φύκια τοῦ πυθμένος τῆς θαλάσσης : Ποίημ. Κρυφτὸς μέσ’ ’ς τὰ βουρκόφυκα πάντα καρτέρι κάνει, τοὺς πελαγήσιˬους κι ἀκέρα͜ιους τοὺς ξεκάνει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/