ἀχαιρέτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαιρέτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχαιρέτιστος ἐπίθ. κοιν. ἀχαιρέκιστε Τσακων. ἀχαιρέτιγος Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
'Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καί τοῦ ἐπιθ. *χαιρετιστός<χαιρετίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τυχὼν χαιρετισμοῦ κοιν. καὶ Τσακων.: Ὁ φαντάρος δὲν μπορεῖ ν’ ἀφήσῃ ς’ τὸ δρόμο ἀξιωματικό ἀχαιρέτιστο. β) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ χαιρετίσῃ, ὁ μὴ ἐπιθυμῶν χαιρετισμὸν Λεξ. Δημητρ.: Ὁ γείτονας εἶναι ἀχαιρέτιγος. 2) ᾽Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐπεσκέφθη τις κατὰ τὴν ὀνομαστικήν του ἑορτὴν σύνηθ.: Ὅλοι οἱ φίλοι ἦρθαν καὶ μὲ χαιρέτισαν, ἐσὺ μόνο μ᾿ ἄφησες ἀχαιρέτιστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA