ἀργυροπεριχυτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροπεριχυτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργυροπεριχυτὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀργυροπερεχυτὸς Ρόδ. ἀργυροπερέχυτος Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄργυρος καὶ τοῦ ἐπιθ. *περιχυτὸς ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ρ. περιχύνω, παρ’ ὃ καὶ περεχῶ, ὅθεν ὁ τύπ. ἀργυροπερεχυτός. Πβ. τὸ ἁπλοῦν χυτός.

Σημασιολογία

Ὁ δι᾿ ἀργύρου περικεχυμένος, περικεκαλυμμένος, ἢ ὁ λευκὸς ὡς ὁ ἄργυρος: ᾎσμ. Ἔχει τὸν λαιμὸ χυτό, | ἀργυροπερεχυτό, ἔχει στήθη μαρμαρένιˬα, | δυˬὸ βυζιˬὰ μαλαγματένιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/