βουρκωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρκωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βουρκωτὸς ἐπίθ. Μεγίστ. -Λεξ. Βλαστ. 196 καὶ 254 Δημητρ. βρουκωτὸς Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουρκώνω.
Σημασιολογία
1) Βορβορώδης, θολὸς ἐξ ἰλύος Μεγίστ. Σίφν. -Λεξ. Βλαστ. 254 Δημητρ. : Βρουκωτὸ μέρος Σίφν. 2) Σκοτεινὸς Λεξ. Βλαστ. 196. 3) Ὁ προερχόμενος ἐκ συγκινήσεως Μεγίστ.: Δάκρυα βουρκωτά. || ᾎσμ. 'Σ τὸ χῶμαν τοῦ μνημάτου σου θά 'ρθω νὰ βονατίσω, νὰ ρίξω δάκρυα βουρκωτά, ἴσως τσαὶ σ’ ἀνεστήσω (βονατίσω=γονατίσω). 4) Μελαγχολικὸς Σίφν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Βουρκωτὴ Ἄνδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA