ἀργυροπότηρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροπότηρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργυροπότηρο τό, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ποτήρι.

Σημασιολογία

Ἀργυροῦν ποτήριον: ᾎσμ. Καλῶς τοὶς φίλ᾽ μου ποῦ ’ρθανε, καλῶς καὶ τοὶς ἐχτροί μου, φέρτε τ᾿ ἀργυροπότηρο τοίς φίλ᾽ μου νὰ κεράσω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀργυροκαύκιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/