βουρλὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρλὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουρλὶ τό, Ἤπ. βρουλλὶ Μεγίστ. Ρόδ. βρουλλὶν Μεγίστ. βρουλ-λὶν Κύπρ. (Καρπασ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) φρουλ-λὶν Κύπρ. bουρλὶ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) βούρλι Εὔβ. bροῦ’ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρλο.
Σημασιολογία
1) Κλῶνος τοῦ φυτοῦ βούρλου Ἤπ. : ᾎσμ.Ἔφκε͜ιασ’ ἀλέτρι ἀπὸ συκεˬὰ καὶ τὸ ζυγὸ ἀπὸ δάφνη,τὴ ζεύγα φκε͜ιάνει ἀπὸ βουρλὶ καὶ τὸ γυνὶ ἀπὸ φτυˬάρι.2) Εἴδος χόρτου ὁμοιάζον μὲ πράσσον, τὸ ὁποῖον ὅταν τρώγουν τὰ πρόβατα, νοσοῦν Εὔβ. 3) Ὁρμαθὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) : Ἑνα bρού’ μαργαριτάριˬα. 4) Σχοινίον Κύπρ. Ρόδ. 5) ΙΙλόκαμος Κύπρ. (Καρπασ. κ.ἀ.)Λυκ.(Λιβύσσ.) Ρόδ. :Ἐπ-πέσασιν οὕλα τὰ μαλ-λιˬὰ μου ταὶ ᾿ὲν μοῦ ἔμειναν νὰ κάμω ἕνα βρουλ-λὶν Κύπρ. Τὰ βρουλλιˬὰ τῆς κεφαλῆς Μεγίστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βουρλίδα 2. 6) Ὑπὸ τὸν τύπ. βρουλ-λιˬὰ τῆς νύφ-φης, εἶδος ἀγριοσελίνου ἐδωδίμου Κύπρ. (Καρπασ.) 7) Ὀξὺ ὄργανον, λόγχη Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. κατὰ πληθ. Βρουλλιˬὰ Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) Βρουλλία Κάρπ. Βορλιˬὰ Ἄνδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA