ἀχαΐρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαΐρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχαΐρωτος ἐπίθ. Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (’Αχαΐα Γύθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαϊρωτός<*χαϊρώνω ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. χαΐρι.

Σημασιολογία

1) ᾿Αχαΐρευτος 1, ὃ ἰδ., Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀχαΐα): Μούντζωσέ τον τὸν ἀχαΐρωτον, δὲ θὰ ἰδῇ προκοπὴ ποτέ του ’Αχαΐα. 'Αχαΐρωτος νὰ ζήσῃς! (ἀρὰ) Κεφαλλ. 2) Ἐκεῖνος ὅστις εἴθε νὰ μὴ εὐδοκιμήσῃ Πελοπν. (’Αχαΐα Γύθ.) Ρέ ἀχαΐρωτε, τί μὲ τουραγνᾷς; ᾽Αχαΐα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/