βουρλίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρλίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουρλίδα ἡ, Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ. Θάσ. Θρᾴκ. (Αἶν. Ἀμυγδαλ. Κομοτ. Σηλυβρ.) Κέρκ. Κυδων. Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Γκιουβ. Πάγγ. Σέρρ. Χαλκιδ. κ.ἀ.)-ΚΘεοτόκ. Βιργιλ. Γεωργ. 50 βρουλλίδα Θάσ. Θεσσ. Κυδων. Λέσβ. -Λεξ. Βλαστ. 385 βουουλλίδα Σαμοθρ. βουρδίλα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Θρᾴκ. (Κομοτ.) βριλλίδα Λέσβ. βλιρίδα Λέσβ. (Μόλυβδ. κ. ἀ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδα.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν βούτομον (carex) Κέρκ.-ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. : Ποίημ. Ἀγκαθερὰ χλωρόκλαρα καὶ μυτερὲς βουρλίδες. 2) Πλόκαμος Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Θάσ. Θεσσ. Θρᾴκ.(Αἶν. Ἀμυγδ. Κομοτ. Σηλυβρ.) Κυδων. Λέσβ. (Μόλυβδ. κ. ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Γκιουβ. Πάγγ. Σέρρ. Χαλκιδ. κ. ἀ.) Σαμοθρ. -Λεξ. Βλαστ. ἔνθ. ἀν. : Αὐτὴ ἡ κωπέλλα ἔχει μακρε͜ιὰ βουρλίδα Ἀμυγδ. Ἔδισι ξέ’ βουρλίδα᾽ς τὰ μαλλιˬά τ᾿ς Αἶν. Συνών. βουρλὶ 5, βουρλίδι 4, βοῦρλο 3, κοτσίδα, πλεξίδα, πλεξούδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/