γεννολόγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννολόγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννολόγι τό, Λεξ. Πρω. Δημητρ. γεννολό’ Λευκ. γεννολόι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)-Λεξ. Δημητρ. γεν-νολόι Κῶς.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγι, περὶ ἧς ἰδ. Γ.Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 247 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
1)Τὸ γένος, ἡ οἰκογένεια Λευκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἦρθε μὲ τὸ γεννολόι της Κίτ. Μάν. Ἀπὸ τὸ γεννολόι της δὲν ἦτα κἀένας ’ς τὸ κλάμα αὐτόθ. Παλιˬὸ τρακόσω χρονῶ εἶναι τὸ γεννολόι του Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Νὰ πάρῃ ὁ ιδιάβολος τὸ γεννολόι ζου (ἀρὰ) Κίτ. Μάν. || ᾎσμ. Θὰ νὰ d’ ἀλλάξω νά’ dὸ πῶ ἀλλιˬῶς τὸ μοιρολόγι νὰ κλάψῃ οὕλο τὸ χωριˬὸ κιˬ οὕλο τὸ γεννολόγι Λευκ. Συνών. γεννολογιˬά β) Ἡ καταγωγὴ Λεξ. Δημητρ.: Τὸ γεννολόι του τραυᾷ ἀπὸ τὴν Καισάρεια. 2)Γεννολόγημα 2, ὃ ἰδ., Κῶς: Δῶσ’ μου δανεικὸν dυρὶν νὰ σοῦ τὸ δώκω τὴν ἐποὴν dοῦ γεν-νολογιˬοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA