βουρλίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρλίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουρλίδι τό, Ζάκ. Πελοπν. (Ἦλ.)-ΑΠαπαδιαμ. Μάγισσ. 78 βουρλίδ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Μακεδ. βρουλλίδι Κρήτ. (Σέλιν.) Ψαρ. φουρλίδι Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν βοῦρλο 1, ὃ ἰδ. Κρήτ. (Σέλιν.) Πελοπν. (Ἦλ.) κ. ἀ.-ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ἀν. 2) Πλέγμα, δικτυωτὸν κάνιστρον κττ. ἐκ βούρλων Ζάκ. Ἴμβρ. Ψαρ. 3) Κηλεπίδεσμος Κύθν. 4) Πλόκαμος Θρᾴκ.(Αἶν.) Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βουρλίδα 2. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βρουλλίδι Ἀμοργ. Κίμωλ. Κύθν. Βουρλίδι Μύκ. Βουρλίδ’ Λῆμν. Βουρλίδιˬα τά, Κάλυμν. Κέως Μῆλ. Σκίαθ. Σῦρ. Χίος Βορλίδιˬα Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Σκίαθ. Βρουλλίδιˬα Κάρπ. Κέως Κρήτ. (Σέλιν.) Ρόδ. Σίφν. Σῦρ. Χίος (Πυργ. Καρδάμ. κ.ἀ.) Βρουλ-λίδιˬα Κάρπ. Φουρλίδιˬα Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/